ελληνοαγγλικός

ελληνοαγγλικός
-ή, -ό
1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Άγγλους μαζί, ο ελληνικός και αγγλικός ταυτόχρονα, αγγλοελληνικός: Ελληνοαγγλικές σχέσεις.
2. φρ., «ελληνοαγγλικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στην αγγλική (σε αντίθεση με το αγγλοελληνικό λεξικό).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελληνοαγγλικός — ή, ό αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Άγγλους ή στην Ελλάδα και στην Αγγλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”